- ναυαγοσωστικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή παίρνει μέρος στη διάσωση ή ασχολείται με τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική λέμβος»)2. το ουδ. ως ουσ. το ναυαγοσωστικόπλοίο ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα κατάλληλα μηχανήματα και εφόδια για τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων που κινδυνεύουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγοσώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].
Dictionary of Greek. 2013.